ξεσπίτωμα

ξεσπίτωμα
το, -ατος
αναγκαστική φυγή από το σπίτι, έξωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεσπίτωμα — το [ξεσπιτώνω] εκδίωξη από το σπίτι, στέρηση κατοικίας …   Dictionary of Greek

  • ξερίζωμα — το [ξεριζώνω] 1. βίαιο τράβηγμα, βγάλσιμο φυτού ή δέντρου από το χώμα με τις ρίζες του, εκρίζωση 2. μτφ. ολοκληρωτική καταστροφή, αφανισμός, ξεκλήρισμα 3. μτφ. βίαιη και οριστική απομάκρυνση από το σπίτι ή από την πατρίδα, ξεσπίτωμα, εκπατρισμός… …   Dictionary of Greek

  • ξεστέγασμα — το [ξεστεγάζω] 1. η αφαίρεση τής στέγης 2. ξεσπίτωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”